Άννα Κυριακάκη
Ένα παλιό μαξιλαράκι
Καθόμουνα στο χαλί δίπλα στην φορητή σόμπα πετρελαίου που κοίταζα συνέχεια μη σβήσει (κρατούσα το μπετόνι νοερά στο μυαλό μου) κρατούσα το χέρι του παιδιού μου και το παρατηρούσα πώς κοιμάται, πώς αναπνέει να το σκεπάσω μη κρυώσει. Τα μάτια μου γύριζαν γύρω γύρω στο δωμάτιο σαν κάτι να έψαχνα και γω δεν ξέρω τι, άκουγα το ρολόι τικ-τακ τικ-τακ μου κρατούσε συντροφιά. Σηκώθηκα σιγά σιγά για να μην ξυπνήσω τα άλλα μου παιδιά και βιαστικά πήρα ένα παλιό μαξιλαράκι της καρέκλας, το έβαλα στο κεφάλι μου και προσπάθησα λίγο να ξαπλώσω αλλά πάντα να κρατάω το χέρι του παιδιού και αυτό ένιωθε σιγουριά και εγώ ότι είναι καλά. Διψούσα αλλά έκανα υπομονή, στις 5 πμ θα έκανα μια ένεση του μικρού για τον πόνο, θα τον σκέπαζα και θα έφευγα για το Ψυχιατρείο. Ανακουφίστηκα πολύ, είχε ήσυχη νύχτα, εγώ πάλι αγωνιούσα, δόξασα το Θεό που μας καλοξημέρωσε, έφτιαξα λίγο καφέ στο πλαστικό ποτηράκι και κουκουλωμένη βγήκα από το σπίτι και άρχισα να τρέχω να προλάβω. Ξέρετε.


Μαρία Οικονόμου
Καζίνο
Λένε πως όλα είναι μελετημένα στα μηχανήματα ενός Καζίνο. Τα γνωστά φρουτάκια ή κουλοχέρηδες. Πως όλα είναι προμελετημένα απο τον κατασκευατή. Κάποιοι λένε πως υπάρχει ένας κρυφός μετρητής που όταν φτάσει σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, τότε το μηχάνημα δίνει πολλά χρήματα. Ως τότε απλά «τρώει». Άλλοι πάλι λένε πως όλα αυτά δεν ισχύουν και πως είναι θέμα τύχης του καθενός. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.
Μα σίγουρα είναι μελετημένα και μάλιστα πολύ καλά, άλλα πράγματα. Όπως τα χρώματα και οι ήχοι που το κάθε μηχάνημα έχει. Τα κοινά φρουτάκια με τις τρεις μπάρες που γυρνάνε κάνουν συγκεκριμένο ήχο. Μελέτες λένε πως αυτός ο ήχος λειτουγεί κάπως διεγερτικά στο εθισμένο μυαλό του παίκτη, κάνοντας να θέλει να συνεχίσει το παιχνίδι. Αυτός είναι ο ήχος που τον εθίζει στα τυχερά παιχνίδια. Λένε..
Οι γνώστες των Καζίνο γνωρίζουν πως ο δημιουργός των τυχερών αυτών ηλεκτρονικών παιχνιδιών, ένας Κινέζος, αυτοκτόνησε μόλις συνειδητοποίησε τι μέγεθος καταστροφής έφερε σε αρκετούς. Άλλοι λένε πως αυτοκτόνησε γιατι ο ίδιος εθίστηκε και έχασε όλη την περιουσία του. Λένε..
Ο παίκτης μπαίνει μέσα στο χώρο του Καζίνο πατώντας το ξύλινο παρκέ πρώτα με το δεξί του πόδι και έπειτα με το αριστερό. Κοντοστέκεται για λίγα δευτερόλεπτα και ρίχνει μια ματιά σε όλα τα μηχανήματα. Ένα γρήγορο σκανάρισμα. Να δει ποιός είναι μέσα, σε ποιά παιχνίδια παίζουν, ποιός tαμίας έχει βάρδια. Όλα παίζουν καθοριστικό ρόλο. Έχει απο πριν επιλέξει σε ποιο παιχνίδι θα κερδίσει. Από την ώρα που φόρτωσε τη νταλίκα του στο γκαράζ του πλοίου, περιμένει με αγωνία την αναχώρηση και το πρώτο μισάωρο να περάσει, ώστε να ξεκινήσει η λειτουργία του Καζίνο. Ήθελε να είναι ο πρώτος που θα έμπαινε μέσα. Την προηγούμενη Δευτέρα ένας άλλος παίκτης έχασε αρκετά χρήματα στο μηχάνημα 4. Το νέο θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει σε πολλούς, οπότε δεν μπορούσε να ρισκάρει να προλάβει άλλος τη θέση.
Στάθηκε τυχερός και το μηχάνημα ήταν ελεύθερο. Προχώρησε με γρήγορα βήματα κάνοντας τα τακούνια από τις μπότες του, καουμπόικου τύπου, να ηχήσουν έντονα στο παρκέ. Έβγαλε τα τσιγάρα από την μπροστινή αριστερή τσέπη του παντελονιού του, έβαλε ένα στο στόμα, το άναψε, ενώ το δεξί πόδι είχε σχεδόν καθίσει στην καρέκλα. Κοίταξε για άλλη μια φορά προς το γκισέ, για να σιγουρευτεί για τον ταμία που βρισκόταν μέσα. Να τον ζυγίσει. Φαινόταν τυχερός ή θα έχανε πολλά χρήματα εξαιτίας του; Φάνηκε αδιάφορος ως προς την ικανοποίηση του και ζήτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού του ένα τασάκι.
Ανασηκώθηκε λίγα εκατοστά, ίσα για να μπορέσει να βγάλει το μαύρο πορτοφόλι του από τη δεξιά κωλότσεπη. Το άνοιξε και έβγαλε το πρώτο χαρτονόμισμα των πεντακοσίων ευρώ. Ήταν αποφασισμένος πως θα έπαιζε με μεγάλα νούμερα αν ήθελε να κερδίσει. Ο άνθρωπος που του είπε πως είχε παίξει την προηγούμενη Δευτέρα αρκετά χρήματα φαινόταν έμπιστος. Κοίταξε το μηχάνημα ευθεία. Αν είχε μάτια θα το κάρφωνε μέσα σε αυτά. Και ήταν σαν τότε να ξεκίνησε ένας σιωπηλός διάλογος μεταξύ τους. Κάτι που οι υπόλοιποι δεν μπορούν να καταλάβουν. Είναι κάτι ανάμεσα στους παίκτες και τα μηχανήμτα.
Ο παίκτης είπε στο μηχάνημα:
«Θα σου δώσω πεντακόσια ευρώ για αρχή. Τί μπορείς να μου δώσεις σε αντάλλαγμα;»
Το μηχάνημα με το νούμερο 4 ρίγησε και έβγαλε ήχους που μοιάζαν με μουσική.
«Ξεκίνα», του είπε.
Ο παίκτης όλη αυτή τη στιγμή δεν είχε πάρει το βλέμμα του από το ταμπλό.
Ίσιωσε τις γωνίες του χαρτονομίσματος και το τοποθέτησε στην υποδοχή, με την κεφαλή προς τα πάνω. Το μηχάνημα το καταβρόχθισε και σε αντάλλαγμα άναψε όλα τα λαμπάκια του, υπολόγισε τα χρήματα σε μονάδες και σήμανε την αρχή του αγώνα με τον ήχο μιας καμπάνας.
Η επιλογή της τιμής του στοιχήματος έγινε. Και μετά όλα μοιάζαν με αγώνα μποξ. Ο παίκτης χτυπούσε τα κουμπιά αλλάζοντας την τιμή και στοιχηματίζοντας. Το μηχάνημα με το νούμερο 4 γυρνούσε τις ροδέλες του έχοντας ένα στραβό ειρωνικό χαμόγελο κάθε φορά. Τα φρούτα γυρνούσαν γρήγορα και άλλες φορές σταματούσαν πάνω στη γραμμή, άλλες φορές λίγο πιο πάνω ή πιο κάτω, και άλλες φορές σε συνδιασμούς που κέρδιζαν λίγους πόντους. Πάντα όμως με τρόπο που κρατούσαν τον παίκτη σε εγρήγορση. ‘Ηταν η στιγμή που ο άνθρωπος έγινε παιχνίδι και το μηχάνημα έγινε ο κυρίαρχός του. Μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στον δεξιό του κρόταφο. Είχαν περάσει τρεις ώρες και το πορτοφόλι είχε αδειάσει αρκετά.
Κοίταξε προς το γκισέ του ταμείου. Είχε αλλάξει η βάρδια αλλά δεν το είχε καν καταλάβει. Ζήτησε να του παραγγείλουν έναν καφέ, ένα μπουκάλι νερό και ένα πακέτο τσιγάρα. Ο σερβιτόρος του Μπαρ τα έφερε μετά από 4,5 λεπτά.
Το μηχάνημα γέλασε με την παραγγελεία του. Εκείνο δε χρειαζόταν καμία δόση καφεΐνης ή νικοτίνης για να αντέξει. Ούτε καν νερό.
«Λοιπόν;», λέει αφού ο αντίπαλος είχε μόλις σβήσει το σπίρτο με το οποίο άναψε το πρώτο τσιγάρο του νέου πακέτου. «Τόσο αντέχεις;», του ξεστόμισε με θράσσος.
Τα μάτια του παίκτη είχαν κιόλας κοκκινήσει από την αϋπνία. Φύσηξε τον καπνό με βία πάνω στο ταμπλό με τις μπάρες. «Ε, δε βοηθάς κι εσύ καθόλου. Δε βλέπω να γίνεται παιχνίδι. Τόσες ώρες είμαι εδώ και μου έχεις φάει 9 πεντακοσάευρα».
«Ο δυνατότερος ας νικήσει» ήταν η τελευταία κουβέντα που σήμανε την έναρξη του επόμενου γύρου, ο οποίος θα κράταγε μέχρι την ανακοίνωση του μισάωρου πριν το λιμάνι της Πάτρας. Το Καζίνο τότε θα έπρεπε να κλείσει.
Μια τυχερή στιγμή, μια απροσεξία του μηχανήματος, ή μια πολύ καλά κρυμμένη στρατηγική του κίνηση, έδωσε μια ανάσα στον παίκτη. Οι μπάρες σταμάτησαν σε ένα δυνατό συνδιασμό. Οι μονάδες άρχισαν να προστίθενται στο λογαριασμό με έναν χαρακτηριστικό ήχο. Χαρούμενο αλλά μονότονο. Όλοι οι εθιστικοί ήχοι έχουν κάτι το μονότονο. Τρεις χιλιάδες και εννιακόσια ευρώ έγιναν δικά του μόλις πάτησε το κουμπί Cash Out. Ο ταμίας τον πλήρωσε και η επιλογή ήταν και πάλι στα χέρια του. Είχε χάσει πολλά χρήματα, πήρε κάποια πίσω, αλλά όχι όσα έχασε, συν το ότι ο γνωστός του είχε παίξει μια μικρή περιουσία στο περασμένο ταξίδι, οπότε δε γινόταν διαφορετικά. Το μηχάνημα έπρεπε να δώσει κι άλλα.
«Αν είσαι έξυπνος, θα τα πάρεις και θα φύγεις», είπε το μηχάνημα σε μια ένδειξη καλοσύνης και αναγνώρισης του αντιπάλου. Του το όφειλε άλλωστε. Πάλευαν εννέα ώρες.
«Και από πότε εσύ δίνεις συμβουλές υπέρ μου; Μπλοφάρεις. Αυτό κάνεις. Σε έχω φτάσει στο σημείο που θα τα βγάλεις όλα και φοβάσαι. Όλα. Και αυτά που πήρες από εμένα και όσα στο προηγούμενο ταξίδι. Αυτό λέγεται φόβος φίλε μου. Αλλά δε θα ψαρώσω. Θα σε γονατίσω σήμερα».
Λένε πως είναι καλό να μην προκαλεί κανείς την τύχη του. Πως πρέπει να δέχεται τα όσα του δίνουν και να μην είναι άπληστος. Λένε πως πρέπει να είναι ευγενικός με την τύχη του γιατι μπορεί να θυμώσει. Λένε.
Η ανακοίνωση ακούστηκε από τα μεγάφωνα στις 4:30 το πρωί. «Σε μισή ώρα φτάνουμε στο Λιμάνι της Πάτρας. Παρακαλούμε, ελέγξτε την Καμπίνα σας για προσωπικά σας αντικείμενα και επιστρέψτε το κλειδί στη Ρεσεψιόν. Ευχαριστούμε». Και μετά στα Αγγλικά, Γερμανικά και Ιταλικά.
Σηκώθηκα με το ξεσκονόπανο στο χέρι. Προχώρησα προς το μηχάνημα με το νούμερο 4. Έπρεπε να το καθαρίσω. Το κοίταξα ευθεία. Προσπάθησα να βρω που θα ήταν τα μάτια του αν είχε. Ασυναίσθητα κοίταξα στο ύψος των δικών μου. Δεν είδα τίποτα και με το δεξί μου χέρι ξεκίνησα να γυαλίζω τη νικελένια επιφάνεια με τα πλαστικά κουμπιά. Ξαφνικά οι ροδέλες γύρισαν κάνοντας τον χαρακτηριστικό εθιστικό ήχο κάθε φορά που κάθε μία σταματούσε και με λίγες μουσικές νότες προστέθηκαν πέντε μονάδες στο λογαριασμό. Ο παίκτης είχε αφήσει λίγες μονάδες μέσα, προφανώς από λάθος. Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται. Μου άρεσε. Κοίταξα ξανά το μηχάνημα και το είδα να μου χαμογελάει με το γνωστό στραβό χαμόγελο. Το χέρι μου, σαν μαριονέτας που ορίζεται από αόρατα νήματα, πάτησε άλλη μια φορά το κουμπί. Άλλες τρεις μονάδες προστέθηκαν και τώρα στο χαμόγελο πρέπει να έλαμψε και μια υποψία δοντιών.
Πάτησα το κουμπί Cash Out, άφησα το πράσινο ξεσκονόπανο, κλείδωσα το Καζίνο και έφυγα τρομαγμένη.


Μάνος Μιχαηλίδης
Στη Λόλα
(Θεός σ’χωρέσ’την)



Η Λόλα ζούσε
στα μαύρα
Μόνη
«Τα παιδιά έχουν τις οικογένειές τους..»,
σκυφτή και σκεφτική
Κατέβασε
μια βιαστική γουλιά το πρώτο χάπι
σα να μην το ‘θελε.
Το γιαούρτι περίμενε παραπέρα
δυο φρυγανιές
σε κομοδίνο ξύλινο, παλιό και ασταθές, που ίσα ίσα
χώραγε τα φάρμακά της με κίνδυνο
πάντα να χυθεί το νερό
σα πονεμένα δάκρυα
στάλα
στάλα
στάλα
Είχαμε πάει
επισκέπτες με τη μάνα μου, θυμάμαι,
στης συνοικίας το τελευταίο σπίτι,
στην «αυλίτσα», έλεγε η μάνα μου.
«Θέλει παρέα».

Σε ένα ντιβάνι έμενε
το ζαρωμένο μέτωπό της
χαλί στον τοίχο
Δεν ξέρω
Δεν ξέρω
ένιωσα τόση μοναξιά και συμπάθεια για τον άνθρωπο
μικρό παιδί ακόμα ήμουν μικρό

Ανημπόρια
Μαραίνονταν
Θα 'ταν ωραία στα νιάτα της...

Την εγκατέλειψαν

Το σώμα μας θα έπρεπε να μπαίνει σε τροχιά όταν πεθαίνουμε
Μια σάρκινη ρουκέτα να ταξιδεύει στο διάστημα, ναι!
Μέχρι να ξαναγίνουμε! Ω, ναι!

Καζαμίας ανοιχτός
''Αυτή είναι η συντροφιά μου'', ψέλισε καθώς κοιτούσε κάτι εκεί μέσα
Αναρωτήθηκα αν έβλεπε καλά και
ευχήθηκα να μην προλάβω να γεράσω.


Μαριάννα Ρίζου
θα είσαι πάντα μαζί μου...
Στη σκέψη μου πάντα κοντά
στα δύσκολα, στα εύκολα εσύ
θα είσαι πάντα μαζί.
Ξέρω ότι ξέρεις. Νιώθω ότι νιώθεις.
Δεν θέλω να σ’ αφήσω και σ’ αφήνω
γιατί έτσι είναι,
έτσι θα είναι πάντα.
Αλλά είσαι μαζί μου
σου κρατάω το χέρι και δεν θέλω
να σου πω αντίο.
Λέω όχι ακόμα,
όχι από τώρα,
είναι νωρίς ακόμα,
μ’ έμαθες να είμαστε μαζί.
Αλλά εσύ έτρεξες όπως πάντα, όπως παλιά.
Τρέχω κι εγώ να σε προλάβω και μένω
με εκείνα τα φιλιά στο μπράτσο και στο κούτελο.
Σου φωνάζω κι εσύ κάνεις πως ακους.
Αλήθεια, τι φωνές ακούς;
Θα το μάθω κι αυτό όταν πρέπει.
Είσαι ακόμα μαζί μου.
Τώρα όμως για σένα πρέπουν άλλα.
Σου κρατάω το χέρι και σου λέω
με τη φωνή μου τρεμάμενη αντίο,
φοβάσαι όσο φοβάμαι,
αλλά όχι,
κανείς μας πια δεν φοβάται,
είμαστε ακόμα και τώρα μαζί.

Άγγελος Φέτσης
Ο τελευταίος άντρας

Τριγυρνούσα, πηγαινοερχόμουν κοίταζα χωρίς να στέκομαι αλλά και χωρίς να μπορώ να δω τίποτα στον τρίτο εκτός από κάποιο φως και σκεφτόμουν να χτυπήσω το κουδούνι για να κατέβει να της μιλήσω. Μια βδομάδα αφού χωρίσαμε είδα στ' όνειρό μου ότι ήμασταν μαζί κάπου και μετά πήγε και ξάπλωσε σε ένα κλειστό φορτηγάκι με κάποιον παλιό γνωστό μου κι απ' το πρωί μόλις ξύπνησα με έπνιγε η αγωνία, μια οργή που δεν είμασταν μαζί και ανυπομονησία μήπως έβρισκε άλλον. Δεν θα μπορούσα να το ανεχτώ. Θα ήταν σαν δεύτερη απόρριψη. Θα την έπνιγα. Έπρεπε να της μιλήσω και με κάποιον τρόπο να την πείσω να τα ξαναβρούμε και μου φαινόταν καλύτερα να την πετύχω έξω. Πίστευα ότι θα εκτιμούσε την προσπάθειά μου.
Έτσι πέρασαν τρεις μέρες. Το τέταρτο βράδυ που πέρναγα, κάτω από την πολυκατοικία απέναντι απ' την δικιά της, που τα μπαλκόνια της ήταν γεμάτα γλάστρες, έπεσε στο κεφάλι μου ένα μαύρο γυαλιστερό τετράγωνο μαντηλάκι. Είχε δαντέλα γύρω γύρω και ίσα που κατάλαβα το σχεδόν ανύπαρκτο βάρος του. Καθώς γλίστρησε απ' το κεφάλι μου έβαλα το χέρι μπροστά για να πέσει μέσα. Το έφερα αυτόματα στη μύτη μου. Είχε ένα απαλό άρωμα που νόμιζα πως έφευγε σε πολλές κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Κοίταξα επάνω και είδα μία κυρία με κάτασπρα μαλλιά να μου χαμογελάει. Μόλις την κοίταξα έκανε με τα δυό της δάχτυλα το σήμα της νίκης. Της χαμογέλασα ικανοποιημένος για τις ικανότητές μου, λίγο πριν καταλάβω ότι έδειχνε τον όροφο που έμενε. Άνοιξε την είσοδο και ανέβηκα στον δεύτερο. Το σπίτι γεμάτο στολίδια αναμνηστικά, πίνακες, τραπεζάκια, καρεκλάκια, χαλάκια, βραβεία, κύπελα, τόσο πολύ που νόμιζα πως ήμουν σε κουκλόσπιτο με την κυρία σχεδόν στο μισό μου ύψος σαν ξωτικό εκεί μέσα και πρόσεχα την κάθε μου κίνηση μην τα γκρεμίσω όλα και μην γλιστρήσω.
Έκατσα σε μια καρέκλα του μεγάλου τραπεζιού. Στο κέντρο του στεκόταν ένα παλιομοδίτικο -φυσικά- πορτατίφ με μικρή λάμπα. Ήταν ένα αρκετά μεγάλο σπίτι μισοφωτισμένο και μου έκανε εντύπωση πώς έβλεπε με τόσο λίγο φως στην ηλικία της. Όσες γιαγιάδες ξέρω ανάβουν όλα τα φώτα μέρα νύχτα και φωνάζουν αντί να μιλάνε. Αυτή μου ψυθίρισε "Σας ευχαριστώ πολύ" κι έβγαλε ένα ασημένιο κουτί με λουκούμια κι ένα μικρό μπουκάλι λικέρ. Έβαλε και ήπιαμε. Με κοίταξε χαμογελώντας πάλι.
"Περνάτε συχνά από 'δω".
"Δεν μένω μακριά", είπα το πιο εύκολο που μού 'ρθε. Κοίταξε το μικρό ποτήρι με το λικέρ που σχεδόν είχε τελειώσει.
"Το είχα βάλει να στεγνώσει και έπεσε".
Έβαλα λίγο ακόμα λικέρ και το ήπια. Δεν ήθελα να μείνω περισσότερο αν και η κυρία μού ήταν συμπαθής, πάρα πολύ θα μπορούσα να πω. Η συγκαταβατικότητά της με έκανε να θέλω να κλάψω. Ένιωσα ένα βάρος στο στήθος κι έναν κόμπο στο λαιμό. Εκείνη σηκώθηκε και έκατσε σε μία ψάθινη παλιά πολυθρόνα στο μπαλκόνι. Το φως του φεγγαριού την φώτισε αχνά. Από κεί που στεκόμουν, έβλεπα την πλάτη της και την σκιά στο πάτωμα. Βγήκα έξω κι άρχισε να μουρμουρίζει μία μελωδία. Κοίταξα στην απέναντι πολυκατοικία και είδα ένα φως αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν το δωμάτιό της. Σκέφτηκα να πάω και να χτυπήσω το κουδούνι. Δεν ήταν αργά, περίπου δέκα και μισή. Θα περίμενα λίγο και θα πήγαινα. Να κοιμόταν και η κυρία. Σταμάτησε με δύο απότομες ανάσες. Προς το τέλος ανάσανα κι εγώ κάπως βαριά σαν να αγωνιούσα αν θα τελείωνε το τραγούδι γιατί στο τέλος είχε γίνει πολύ αχνή η φωνή της, σχεδόν δεν την άκουγα.
Σκέφτηκα λίγο αν θα πήγαινα να χτυπήσω το κουδούνι. Γύρισα και είδα την κυρία με κλειστά τα μάτια σα να κοιμόταν. Δεν υπήρχε λόγος να την ξυπνήσω. Ούτε και μπορούσα όμως. Έτσι, ξαπλωμένη στη ψάθινη πολυθρόνα έμεινε ακίνητη, χωρίς ανάσα, κι εγώ την κοιτούσα λες και το περίμενα. Αν και ο τελευταίος που την είδε ήταν ξένος, τουλάχιστον δεν ήταν μόνη. Τα μαύρα ρούχα της γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού και ο άσπρος κότσος της μου φαινόταν ασημένιος.
Άκουσα τακούνια στο πεζοδρόμιο και κοίταξα κάτω. Αυτή ήταν; Πήγα μέσα και τηλεφώνησα στο νοσοκομείο. Περίμενα νά 'ρθουν χωρίς να σκέφτομαι τίποτα. Άφησα τη νύχτα να γεμίσει το μυαλό μου. Ένα απαλό και κάπως ψυχρό αεράκι δρόσιζε.





Γιάννης Τόλιος
Πριν συνηθίσω
Όπως ένας άντρας θέλει να αποτυπώσει και να αποθηκεύσει στα βαθειά αρχεία του μυαλού του την μαγική εικόνα μιας αγάπης, έτσι θέλω να κρατήσω τη θέα αυτού του τοπίου προτού την συλήσει η συνήθεια. Δεν θέλω να χαλάσει η τέλεια εντύπωση που μου προξενεί αυτή τη στιγμή αυτό το μέρος. Δεν θέλω να εξοικειωθώ με τους κατηφορικούς και ανηφορικούς δρόμους. Ούτε να μάθω εύκολα κάθε ζεστό καλντερίμι και δροσερό βραδινό σοκάκι της χώρας. Δεν θέλω γρήγορα να μάθουν τα μάτια μου να κοιτάζουν αδιάφορα τους όμορφους στολισμούς των μαγαζιών με τα έντονα χρώματα και την θαυμάσια αρχιτεκτονική τους. Ούτε τους ανέμελους ανθρώπους στα καφέ και τις συνήθειές τους, την κάθε βάρκα πού είναι δεμένη ούτε και την πρωινή ώρα όπου έρχονται οι ψαράδες με τα δίχτυα γεμάτα. Δεν θέλω να πάψει να με ενοχλεί ο διαρκής αέρας γεμάτος αλμύρα, ούτε το κάθε μοναδικό κύμα που ακούω να μου είναι αδιάφορο, αλλά και να μην ξαφνιάζομαι στο άκουσμα από τις διάφορές γλώσσες των λιγοστών τουριστών.
Θέλω να κρατήσω το πρώτο μου βλέμμα ανέγγιχτο και μακριά από τη συνήθεια. Πριν συνηθίσω, όπως συνηθίζει κανείς την ομορφιά και ύστερα δεν του προκαλεί καμία απολύτως συγκίνηση, καμιά σωματική και ψυχική ανησυχία, ούτε καν το παραμικρό μένος στο αντίκρισμα της μέχρι τότε μαγικής εικόνας.
Πριν συνηθίσω και ξεχάσω το σάστισμα που νιώθω αυτή τη στιγμή, όπως ξεχνά κανείς ένα όνειρο μετά από μερικές στιγμές.































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου